Ὀλυμπιάδες

Ὀλυμπιάδες
Ὀλυμπιάς
Olympian
fem nom/voc pl
Ο)λυμπιάς
Olympian
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ολυμπιάδες — Αγώνες που διαξάγονταν κατά την αρχαιότητα στην Ολυμπία (291 φορές, από το 776 π.Χ. έως το 393 μ.Χ.) προς τιμήν του Δία με την ευκαιρία των Ολυμπίων, μίας από τις τέσσερις πανελλήνιες αγωνιστικές γιορτές (οι άλλες τρεις ήταν τα Πύθια στους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… …   Dictionary of Greek

  • Olympien — Medaille der Olympien mit Hinweis auf den Schöpfer, Evangelos Zappas Die Olympien (engl. Zappas Olympics, griech. Ζάππειες Ολυμπιάδες oder Ολύμπια, Olympia) waren vom Kaufmann Evangelos Zappas organisierte Sportveranstaltungen in… …   Deutsch Wikipedia

  • Filócoro — Saltar a navegación, búsqueda Filócoro (Philochorus, Philókhoros Φιλόχορος) de Atenas (circa 340–267/261 a. C.)[1] escritor ateniense, contemporáneo de Eratóstenes, autor de obras sobre leyendas antiguas e historias de la Antigua Grecia …   Wikipedia Español

  • ФЛЕГОН —    • Phlegon,          Φλέγων,        1. имя коня бога солнца у Овидия (Ov. met. 2, 154);        2. из Тралл в Карии, вольноотпущенник императора Адриана и автор нескольких и по содержанию, и по форме незначительных сочинений. Как главное… …   Реальный словарь классических древностей

  • Olympiades — OLYMPIĂDES, um, Gr. Ολυμπιάδες, ων, ein Beynamen der Musen, Hesiod. Theog. v. 25. weil man glaubete, daß sie sich auf dem Berge Olympus aufhielten. Homer & Varro ap. Gyrald. Synt. VII. p. 266 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • άστυλος — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Κένταυρος που προσπάθησε μάταια να πείσει τους αδελφούς του να μην πολεμήσουν εναντίον των Λαπιθών. 2. Πυθαγόρειος φιλόσοφος που τον αναφέρει ο Ιάμβλιχος. 3. Αυλητής Κροτωνιάτης (5ος αι. π.Χ.),… …   Dictionary of Greek

  • αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… …   Dictionary of Greek

  • βάδην — Αθλητικό αγώνισμα που προέρχεται από το κοινό βάδισμα. Διακρίνεται από το τρέξιμο στο ότι το πόδι που προβάλλει πρέπει να συναντήσει το έδαφος, προτού το άλλο πόδι αποσπαστεί από αυτό. Η διαφορά του από το συνηθισμένο περπάτημα είναι ότι το πόδι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”